- λαφύκτης
- λαφ-ύκτης, ου, ὁ,A gourmand, Arist.EE1232a16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαφύκτης — λαφύκτης, ὁ (Α) [λαφύσσω] αυτός που καταβροχθίζει άπληστα, λαίμαργος άνθρωπος … Dictionary of Greek
λαφύκτης — gourmand masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφύκτας — λαφύκτᾱς , λαφύκτης gourmand masc acc pl λαφύκτᾱς , λαφύκτης gourmand masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυκτικός — λαφυκτικός, ή, όν (Μ) [λαφύκτης] αρπακτικός, πρόθυμος για λαφυραγωγία … Dictionary of Greek